στερεός, -ή (-ά), -ό

στερεός, -ή (-ά), -ό
στερεός, -ή και -ά, -ό και στέρεος, -η, -ο επίρρ. και -α
1. στερεωμένος: Δεν είναι στερεό αυτό το σπίτι.
2. σταθερός: Δεν έχει στερεό επάγγελμα.
3. συμπαγής, ανθεκτικός: Έχτισε σε στέρεο έδαφος. – Δεν είναι στερεό αυτό το ξύλο που πατάς.
4. «στερεά γωνία», γωνία που σχηματίζεται από τρία ή περισσότερα επίπεδα που έχουν κοινό σημείο.
5. «Στερεά Ελλάδα», γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στερεός — firm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

  • στερεά — στερεός firm neut nom/voc/acc pl στερεά̱ , στερεός firm fem nom/voc/acc dual στερεά̱ , στερεός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεώτερον — στερεός firm adverbial comp στερεός firm masc acc comp sg στερεός firm neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεωτάτων — στερεός firm fem gen superl pl στερεός firm masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεωτέραις — στερεός firm fem dat comp pl στερεωτέρᾱͅς , στερεός firm fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεωτέρων — στερεός firm fem gen comp pl στερεός firm masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεῶν — στερεός firm fem gen pl στερεός firm masc/neut gen pl στερεόω make firm pres part act masc voc sg (doric aeolic) στερεόω make firm pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στερεόω make firm pres part act masc nom sg στερεόω make firm pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεόν — στερεός firm masc acc sg στερεός firm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεώτατα — στερεός firm adverbial superl στερεός firm neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”